- ποικιλόμυθος
- -ον, Α(κυρίως ως προσωνυμία τού Κρόνου και τού Ερμού) αυτός που λέει ποικίλους λόγους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μυθος (< μῦθος), πρβλ. ακριτό-μυθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικιλόμυθος — ποικιλόμῡθος , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμυθον — ποικιλόμῡθον , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem acc sg ποικιλόμῡθον , ποικιλόμυθος of various discourse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλόφωνος — –η, ο / ποικιλόφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που μιλάει, τραγουδάει ή ηχεί με ποικίλους τρόπους μσν. αρχ. μτφ. ποικιλόμυθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ φωνος] … Dictionary of Greek
ποικιλόμυθα — ποικιλόμῡθα , ποικιλόμυθος of various discourse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμυθε — ποικιλόμῡθε , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)